οἰστροπλήξ: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰστροπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που δέχτηκε [[δήγμα]] εντόμου, εξαγριωμένος, [[μανιακός]], στους Τραγ.
|lsmtext='''οἰστροπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που δέχτηκε [[δήγμα]] εντόμου, εξαγριωμένος, [[μανιακός]], στους Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰστροπλήξ:''' πλῆγος adj.<br /><b class="num">1)</b> преследуемый слепнем (Ἰώ Aesch., Soph.);<br /><b class="num">2)</b> доведенный до исступления, исступленный (sc. Βάκχαι Eur.).
}}
}}