3,274,916
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰστροπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που δέχτηκε [[δήγμα]] εντόμου, εξαγριωμένος, [[μανιακός]], στους Τραγ. | |lsmtext='''οἰστροπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που δέχτηκε [[δήγμα]] εντόμου, εξαγριωμένος, [[μανιακός]], στους Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰστροπλήξ:''' πλῆγος adj.<br /><b class="num">1)</b> преследуемый слепнем (Ἰώ Aesch., Soph.);<br /><b class="num">2)</b> доведенный до исступления, исступленный (sc. Βάκχαι Eur.). | |||
}} | }} |