οἰστροπλήξ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
πλῆγος, ὁ, ἡ, stung by a gadfly, driven wild, of Io, A.Pr.681, S.El.5; of Bacchantes, E.Ba.1229.
French (Bailly abrégé)
πλῆγος (ὁ, ἡ)
atteint de la piqûre d'un taon ; transporté de fureur ou de désir.
Étymologie: οἶστρος, πλήσσω.
German (Pape)
ῆγος, ὁ, von der Bremse gestochen, wütend; von der Io, Aesch. Prom. 684, wie Soph. El. 5; vgl. Eur. Bacch. 1227; Plut. frg.
Russian (Dvoretsky)
οἰστροπλήξ: πλῆγος adj.
1 преследуемый слепнем (Ἰώ Aesch., Soph.);
2 доведенный до исступления, исступленный (sc. Βάκχαι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, ἐμμανής, ἄγριος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229.
Greek Monolingual
οἰστροπλήξ, -πλῆγος, ὁ, η (Α)
(ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειροπλήξ].
Greek Monotonic
οἰστροπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που δέχτηκε δήγμα εντόμου, εξαγριωμένος, μανιακός, στους Τραγ.
Middle Liddell
οἰστρο-πλήξ, ῆγος, πλήσσω
stung by a gadfly, driven wild, Trag.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=μανιακός, ἄγριος). Ἀπό τό οἶστρος + πλήττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη οἶστρος.