στείχω: Difference between revisions

1,117 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στείχω:''' αόρ. αʹ <i>ἔστειξα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔστῐχον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[περπατώ]], [[βαδίζω]], [[πορεύομαι]], [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.· με αιτ. του τόπου, [[πηγαίνω]] προς, [[προσεγγίζω]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσέρχομαι]], [[προχωρώ]] με [[σειρά]], ο [[ένας]] [[κατόπιν]] του άλλου, [[βαδίζω]] σε [[γραμμή]] ή [[τάξη]] (απ' όπου [[στίχος]], [[στίχες]], [[στοῖχος]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αιτ., <i>στείχων ὁδόν</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''στείχω:''' αόρ. αʹ <i>ἔστειξα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔστῐχον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[περπατώ]], [[βαδίζω]], [[πορεύομαι]], [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.· με αιτ. του τόπου, [[πηγαίνω]] προς, [[προσεγγίζω]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσέρχομαι]], [[προχωρώ]] με [[σειρά]], ο [[ένας]] [[κατόπιν]] του άλλου, [[βαδίζω]] σε [[γραμμή]] ή [[τάξη]] (απ' όπου [[στίχος]], [[στίχες]], [[στοῖχος]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αιτ., <i>στείχων ὁδόν</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''στείχω:''' (impf. ἔστειχον, эп. aor. 2 [[ἔστιχον|ἔστῐχον]])<br /><b class="num">1)</b> идти, ходить, проходить (κατὰ ὁδόν Hom.): σ. πόλιν Aesch. идти в город; σ. ἐπί τινα Her. идти (войной) на кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> входить, вступать ([[ἔσω]] Aesch.): σ. τὰν νεάταν ὁδόν Soph. отправляться в последний путь;<br /><b class="num">3)</b> подходить, подступать (πρὸς πύργους Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> выходить ([[θύραζε]] Hom.; ἐκ δόμων Soph.): ἀκτὶς ἡ στείχουσα ἡλίου Eur. исходящий от солнца луч;<br /><b class="num">5)</b> приходить, прибывать (ἀπ᾽ Ἄργεος Hom.);<br /><b class="num">6)</b> уходить, уезжать Soph.: στείχωμεν! Aesch. уйдем (же)!;<br /><b class="num">7)</b> восходить, подниматься (πρὸς οὐρανόν Hom.).
}}
}}