τρίπαλτος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλεται [[τρεις]] φορές· μεταφ., [[τριπλός]], [[πολλαπλός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τρίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλεται [[τρεις]] φορές· μεταφ., [[τριπλός]], [[πολλαπλός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίπαλτος:''' досл. брошенный с тройного размаха, перен. утроенный, тройной (πήματα Aesch.).
}}
}}