Anonymous

τρίπαλτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει [[τρεις]] φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παλτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει [[τρεις]] φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παλτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλεται [[τρεις]] φορές· μεταφ., [[τριπλός]], [[πολλαπλός]], σε Αισχύλ.
}}
}}