3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρομερός:''' -ά, -όν ([[τρέμω]]), αυτός που τρέμει, σε Ευρ.· [[τρεμάμενος]] από φόβο, φοβισμένος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβερός]], αυτός που προκαλεί φόβο και τρόμο, στον ίδ. | |lsmtext='''τρομερός:''' -ά, -όν ([[τρέμω]]), αυτός που τρέμει, σε Ευρ.· [[τρεμάμενος]] από φόβο, φοβισμένος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβερός]], αυτός που προκαλεί φόβο και τρόμο, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρομερός:''' <b class="num">1)</b> дрожащий: γήρᾳ τ. Eur. трясущийся от старости;<br /><b class="num">2)</b> дрожащий от страха, испуганный ([[φρήν]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> повергающий в дрожь, страшный ([[μάστιξ]] Eur.). | |||
}} | }} |