Anonymous

τρομερός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρομερός:''' -ά, -όν ([[τρέμω]]), αυτός που τρέμει, σε Ευρ.· [[τρεμάμενος]] από φόβο, φοβισμένος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβερός]], αυτός που προκαλεί φόβο και τρόμο, στον ίδ.
|lsmtext='''τρομερός:''' -ά, -όν ([[τρέμω]]), αυτός που τρέμει, σε Ευρ.· [[τρεμάμενος]] από φόβο, φοβισμένος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβερός]], αυτός που προκαλεί φόβο και τρόμο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρομερός:''' <b class="num">1)</b> дрожащий: γήρᾳ τ. Eur. трясущийся от старости;<br /><b class="num">2)</b> дрожащий от страха, испуганный ([[φρήν]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> повергающий в дрожь, страшный ([[μάστιξ]] Eur.).
}}
}}