ταλαύρινος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλαύρῑνος:''' -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά [[ασπίδα]] φτιαγμένη από σκληρό [[δέρμα]] ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ταλαύρινος]] [[χρώς]], παχύ, χοντρό, ισχυρό [[δέρμα]], σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ταλαύρινον πολεμίζειν</i>, να μάχεσαι ισχυρά, με [[εγκαρτέρηση]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τᾰλαύρῑνος:''' -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά [[ασπίδα]] φτιαγμένη από σκληρό [[δέρμα]] ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ταλαύρινος]] [[χρώς]], παχύ, χοντρό, ισχυρό [[δέρμα]], σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ταλαύρινον πολεμίζειν</i>, να μάχεσαι ισχυρά, με [[εγκαρτέρηση]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλαύρῑνος:''' <b class="num">1)</b> досл. крепкокожаный, т. е. со щитом из крепкой кожи, перен. неуязвимый в бою ([[πολεμιστής]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> неукротимый, жестокий ([[πόλεμος]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> толстый, крепкий (χρὼς ἵππου Anth.).
}}
}}