3,274,915
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη [[βοήθεια]] ασπίδας από χοντρό [[δέρμα]] ταύρου («...[[πρίν]] γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος [[ἆσαι]] Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταλαύρινον</i><br />α) με [[δύναμη]], ισχυρά<br />β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταλαύρινος]] χρως» — χοντρό, ανθεκτικό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ταλαύρινος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ταλαFρινος</i> [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ταλα</i> με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας <i>tel</i><i>ā</i>- «[[σηκώνω]], [[μεταφέρω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) και β' συνθετικό του τ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fρινός</i>) «[[δέρμα]]»]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που μάχεται με τη [[βοήθεια]] ασπίδας από χοντρό [[δέρμα]] ταύρου («...[[πρίν]] γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος [[ἆσαι]] Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ταλαύρινον</i><br />α) με [[δύναμη]], ισχυρά<br />β) καρτερικά («το μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταλαύρινος]] χρως» — χοντρό, ανθεκτικό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ταλαύρινος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ταλαFρινος</i> [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ταλα</i> με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας <i>tel</i><i>ā</i>- «[[σηκώνω]], [[μεταφέρω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) και β' συνθετικό του τ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fρινός</i>) «[[δέρμα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰλαύρῑνος:''' -ον (*τλάωϜρινός), αυτός που κρατά [[ασπίδα]] φτιαγμένη από σκληρό [[δέρμα]] ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ταλαύρινος]] [[χρώς]], παχύ, χοντρό, ισχυρό [[δέρμα]], σε Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ταλαύρινον πολεμίζειν</i>, να μάχεσαι ισχυρά, με [[εγκαρτέρηση]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |