ποσσίκροτος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποσσίκροτος:''' -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
|lsmtext='''ποσσίκροτος:''' -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποσσίκροτος:''' ударяемый ногами, т. е. превосходный для хороших плясок ([[Τεγέη]] Her.).
}}
}}