Anonymous

ποσσίκροτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,)<br /><b>2.</b> αυτός που χτυπάει [[δυνατά]] τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», <b>Ορφ.</b> Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποσσί</i>, επικ. τ. δοτ. πληθ. του [[πούς]] <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,)<br /><b>2.</b> αυτός που χτυπάει [[δυνατά]] τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», <b>Ορφ.</b> Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποσσί</i>, επικ. τ. δοτ. πληθ. του [[πούς]] <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποσσίκροτος:''' -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
}}
}}