ἱππωνεία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
(5)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππωνεία:''' ἡ, [[αγορά]] αλόγων, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἱππωνεία:''' ἡ, [[αγορά]] αλόγων, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππωνεία:''' ἡ покупка лошадей Xen.
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
achat de chevaux, remonte.
Étymologie: ἱππωνέω.

Greek Monotonic

ἱππωνεία: ἡ, αγορά αλόγων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππωνεία: ἡ покупка лошадей Xen.