κολλητός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολλητός:''' -ή, -όν ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> κολλημένος με κάποιον, [[στενά]] συνδεδεμένος, [[σφιχτά]] προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[υποστήριγμα]] συγκολλημένο με τον <i>κρατήρα</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κολλητός:''' -ή, -όν ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> κολλημένος με κάποιον, [[στενά]] συνδεδεμένος, [[σφιχτά]] προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[υποστήριγμα]] συγκολλημένο με τον <i>κρατήρα</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κολλητός:''' <b class="num">1)</b> крепко склеенный, сколоченный или сбитый (θύραι, [[δίφρος]], ἅρματα, σανίδες Hom.; ὄχοι Eur.): κ. [[ὕδασι]] καὶ γῇ Plat. скрепленный мокрой глиной;<br /><b class="num">2)</b> покрытый насечками, инкрустированный ([[ὑποκρητηρίδιον]] Her.).
}}
}}