Anonymous

κολλητός: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολλητός]], -ή, -όν) [[κολλώ]]<br />αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[κολλητός]], <i>η κολλητή</i><br />πολύ [[στενός]] [[φίλος]], [[αχώριστος]] [[σύντροφος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />συνεχόμενος, [[πλαϊνός]], [[διπλανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κολλητά</i><br />([[ιδίως]] για ακίνητα) συνεχόμενα, [[δίπλα]] [[δίπλα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολλητός]], -ή, -όν) [[κολλώ]]<br />αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[κολλητός]], <i>η κολλητή</i><br />πολύ [[στενός]] [[φίλος]], [[αχώριστος]] [[σύντροφος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />συνεχόμενος, [[πλαϊνός]], [[διπλανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κολλητά</i><br />([[ιδίως]] για ακίνητα) συνεχόμενα, [[δίπλα]] [[δίπλα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κολλητός:''' -ή, -όν ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> κολλημένος με κάποιον, [[στενά]] συνδεδεμένος, [[σφιχτά]] προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[υποστήριγμα]] συγκολλημένο με τον <i>κρατήρα</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}