ἐκλυτήριος: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλῠτήριος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), αυτός που βοηθά ή είναι [[κατάλληλος]] για [[απαλλαγή]] ή [[απελευθέρωση]]· <i>ἐκλυτήριον</i>, <i>τό</i>, [[απαλλαγή]], [[σωτηρία]], σε Σοφ.· εξιλεωτική [[θυσία]] ή [[προσφορά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκλῠτήριος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), αυτός που βοηθά ή είναι [[κατάλληλος]] για [[απαλλαγή]] ή [[απελευθέρωση]]· <i>ἐκλυτήριον</i>, <i>τό</i>, [[απαλλαγή]], [[σωτηρία]], σε Σοφ.· εξιλεωτική [[θυσία]] ή [[προσφορά]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐκλῠτήριος, ον [[ἐκλύω]]<br />of or for [[release]]:— ἐκλυτήριον, τό, a [[release]], Soph.: an [[expiatory]] [[offering]], Eur.
}}
}}