3,256,975
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκλυτήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[απαλλαγή]] από το [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐκλυτήριον</i><br />εξιλαστήρια [[θυσία]] ή [[προσφορά]]. | |mltxt=[[ἐκλυτήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[απαλλαγή]] από το [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐκλυτήριον</i><br />εξιλαστήρια [[θυσία]] ή [[προσφορά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκλῠτήριος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), αυτός που βοηθά ή είναι [[κατάλληλος]] για [[απαλλαγή]] ή [[απελευθέρωση]]· <i>ἐκλυτήριον</i>, <i>τό</i>, [[απαλλαγή]], [[σωτηρία]], σε Σοφ.· εξιλεωτική [[θυσία]] ή [[προσφορά]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |