3,277,206
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσαφικνέομαι:''' Ιων. ἐσ-απικνέομαι, μέλ. <i>-αφίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-αφικόμην</i>· αποθ., [[έρχομαι]] σε ή προς, [[καταφθάνω]], [[προσέρχομαι]] σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· <i>ἐσαπ. ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ., στον ίδ. | |lsmtext='''εἰσαφικνέομαι:''' Ιων. ἐσ-απικνέομαι, μέλ. <i>-αφίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-αφικόμην</i>· αποθ., [[έρχομαι]] σε ή προς, [[καταφθάνω]], [[προσέρχομαι]] σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· <i>ἐσαπ. ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσαφικνέομαι:''' ион. [[ἐσαπικνέομαι]] приходить, прибывать (συβώτην Hom.; Ἑλλάδα Eur.; ἐς [[Ἄργος]] Her.; ὥς τινα Isocr.; δῆμον Ἀθηνῶν Plut.): αἱ πόλεις ἐῶσαι εἰ. τινα Plat. доступные (открытые) для кого-л. города; πρὶν τὴν φήμην ἐσαπικέσθαι Her. прежде, чем дошла эта весть. | |||
}} | }} |