Anonymous

εἰσαφικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσαφικνέομαι:''' Ιων. ἐσ-απικνέομαι, μέλ. <i>-αφίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-αφικόμην</i>· αποθ., [[έρχομαι]] σε ή προς, [[καταφθάνω]], [[προσέρχομαι]] σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· <i>ἐσαπ. ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.
|lsmtext='''εἰσαφικνέομαι:''' Ιων. ἐσ-απικνέομαι, μέλ. <i>-αφίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-αφικόμην</i>· αποθ., [[έρχομαι]] σε ή προς, [[καταφθάνω]], [[προσέρχομαι]] σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· <i>ἐσαπ. ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσαφικνέομαι:''' ион. [[ἐσαπικνέομαι]] приходить, прибывать (συβώτην Hom.; Ἑλλάδα Eur.; ἐς [[Ἄργος]] Her.; ὥς τινα Isocr.; δῆμον Ἀθηνῶν Plut.): αἱ πόλεις ἐῶσαι εἰ. τινα Plat. доступные (открытые) для кого-л. города; πρὶν τὴν φήμην ἐσαπικέσθαι Her. прежде, чем дошла эта весть.
}}
}}