μεταστρέφω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, Παθ., αόρ. αʹ <i>-εστρέφθην</i>, αόρ. βʹ -εστράφην [ᾰ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] προς [[άλλη]] [[διεύθυνση]], [[περιστρέφω]], [[στρέφω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. — Παθ., στρέφομαι προς [[άλλη]] [[διεύθυνση]], στρέφομαι προς, [[είτε]] για να αντιμετωπίσω τον εχθρό ή για να φύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]], [[απλώς]], περιστρέφομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαστρέφω]], [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., <i>τἀμὰ μετεστράφη</i>, η [[τύχη]] μου έχει αλλάξει, σε Ευρ.· τὸ ψήφισμ' [[ὅπως]] μεταστραφείη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[αλλάζω]] δρόμο, [[τόπο]], [[αλλάζω]] τρόπο ([[άποψη]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μεταστρέψας</i>, αντίστροφα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[φροντίζω]], έχω σε [[υπόληψη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μεταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, Παθ., αόρ. αʹ <i>-εστρέφθην</i>, αόρ. βʹ -εστράφην [ᾰ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] προς [[άλλη]] [[διεύθυνση]], [[περιστρέφω]], [[στρέφω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. — Παθ., στρέφομαι προς [[άλλη]] [[διεύθυνση]], στρέφομαι προς, [[είτε]] για να αντιμετωπίσω τον εχθρό ή για να φύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]], [[απλώς]], περιστρέφομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαστρέφω]], [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., <i>τἀμὰ μετεστράφη</i>, η [[τύχη]] μου έχει αλλάξει, σε Ευρ.· τὸ ψήφισμ' [[ὅπως]] μεταστραφείη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[αλλάζω]] δρόμο, [[τόπο]], [[αλλάζω]] τρόπο ([[άποψη]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μεταστρέψας</i>, αντίστροφα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[φροντίζω]], έχω σε [[υπόληψη]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταστρέφω:''' (aor. 1 pass. μετεστρέφθην и aor. 2 pass. μετεστράφην)<br /><b class="num">1)</b> поворачивать, обращать (τὸ [[πρόσωπον]] πρός τι Plat.): [[στῆ]] μεταστρεφθείς Hom. он остановился и повернулся (лицом к врагу); οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ τέχνῃ οὐκ [[ὀρθῶς]] Plat. они же, наоборот, пользуются своим искусством неправильно; μ. νόον Hom. повернуть свою мысль в другую сторону, т. е. передумать; μ. ἐκ χόλου [[φίλον]] [[ἦτορ]] Hom. отвратить свое сердце от гнева, т. е. перестать сердиться; med. поворачиваться (πρός τι Arph. и εἴς τι NT); ἐπὶ τὰ προειρημένα μ. Plat. возвращаться к уже сказанному;<br /><b class="num">2)</b> переворачивать, выворачивать (τοὺς λόγους [[ἄνω]] καὶ [[κάτω]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> изменять: ὁρᾷς γὰρ τἄμ᾽ ὅσῳ μετεστράφη Eur. ты ведь видишь, как переменилась моя судьба;<br /><b class="num">4)</b> извращать, искажать (τὰς αἰτίας Dem.; τὸ [[δίκαιον]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> заменять, ставить (что-л.) вместо (чего-л.) (ἀντὶ τοῦ [[ἰῶτα]] [[ἦτα]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> отменять (τὸ [[ψήφισμα]] Arph.).
}}
}}