Anonymous

μεταστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μεταστρέφω]], Μ και ματαστρέφω)<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] [[άλλη]] [[διεύθυνση]] ή [[δίδω]] σε [[κάτι]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαστρέφω]], [[κάνω]] κακή [[χρήση]], [[διαφθείρω]]<br /><b>4.</b> (το μέσ.) <i>μεταστρέφομαι</i><br />[[επιστρέφω]], [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επανέρχομαι]] («θαμὰ μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ προειρημένα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναρχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] αμοιβαία [[μετάθεση]] ή [[αλλαγή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[στάση]], [[πεποίθηση]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]] («με τα επιχειρήματά μου κατόρθωσα να τον μεταστρέψω»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]], [[μεταβιβάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θρησκεία]]) [[μετανοώ]], [[μεταμελούμαι]]<br /><b>4.</b> [[ανακαλώ]], [[παίρνω]] [[πίσω]]<br /><b>5.</b> απομακρύνομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιστρέφω]] [[σειρά]] ή [[διάταξη]], [[γυρίζω]] [[κάτι]] άνω-[[κάτω]], [[αναποδογυρίζω]], [[αναστρέφω]], [[ανατρέπω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) [[γυρίζω]] [[πίσω]] για να φύγω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αντεπιστρέφω]], [[ανταποδίδω]] («[[ὅταν]] τις φανερῶς ἐξελέγχηται, μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῑν καὶ διαβάλλειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[προς]] όλες τις διευθύνσεις, [[περιστρέφω]] («ἐν ᾧ [[ἀνάγκη]] [[πάντα]] μεταστρέφοντα λόγον βασανίζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λέξεις) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[αντί]] άλλου, [[θέτω]] ένα [[γράμμα]] [[αντί]] άλλου («[[ἀντί]] μὲν τοῡ [[ἰῶτα]] ἤ εἶ ἤ ἦτα μεταστρέφουσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για θεούς) στρέφομαι με σκοπό να εκδικηθώ ή να τιμωρήσω («μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[επιμελούμαι]] ή [[περιποιούμαι]] [[κάτι]] («οὔ τι ναυκλήρου [[χερός]]... μεταστρέφουσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>(αμτβ.)</b> στρέφομαι [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[αλλάζω]] δρόμο, [[μεταβάλλω]] τον τρόπο μου<br /><b>7.</b> (το παθ.) α) στρέφομαι ή [[γυρίζω]] [[πίσω]] για να αντιμετωπίσω έναν εχθρό<br />β) στρέφομαι [[ολόγυρα]] («τὸν Πολυκράτεα [τυχεῑν γὰρ ἀπεστραμμένον πρὸς τὸν τοῑχον] [[οὔτε]] τι μεταστραφῆναι [[οὔτε]] ὑποκρίνασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) <i>μεταστρέψας</i><br />αντίθετα.
|mltxt=(ΑΜ [[μεταστρέφω]], Μ και ματαστρέφω)<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] [[άλλη]] [[διεύθυνση]] ή [[δίδω]] σε [[κάτι]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαστρέφω]], [[κάνω]] κακή [[χρήση]], [[διαφθείρω]]<br /><b>4.</b> (το μέσ.) <i>μεταστρέφομαι</i><br />[[επιστρέφω]], [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επανέρχομαι]] («θαμὰ μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ προειρημένα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναρχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] αμοιβαία [[μετάθεση]] ή [[αλλαγή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[στάση]], [[πεποίθηση]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]] («με τα επιχειρήματά μου κατόρθωσα να τον μεταστρέψω»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]], [[μεταβιβάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θρησκεία]]) [[μετανοώ]], [[μεταμελούμαι]]<br /><b>4.</b> [[ανακαλώ]], [[παίρνω]] [[πίσω]]<br /><b>5.</b> απομακρύνομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιστρέφω]] [[σειρά]] ή [[διάταξη]], [[γυρίζω]] [[κάτι]] άνω-[[κάτω]], [[αναποδογυρίζω]], [[αναστρέφω]], [[ανατρέπω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) [[γυρίζω]] [[πίσω]] για να φύγω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αντεπιστρέφω]], [[ανταποδίδω]] («[[ὅταν]] τις φανερῶς ἐξελέγχηται, μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῑν καὶ διαβάλλειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[προς]] όλες τις διευθύνσεις, [[περιστρέφω]] («ἐν ᾧ [[ἀνάγκη]] [[πάντα]] μεταστρέφοντα λόγον βασανίζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λέξεις) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[αντί]] άλλου, [[θέτω]] ένα [[γράμμα]] [[αντί]] άλλου («[[ἀντί]] μὲν τοῡ [[ἰῶτα]] ἤ εἶ ἤ ἦτα μεταστρέφουσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για θεούς) στρέφομαι με σκοπό να εκδικηθώ ή να τιμωρήσω («μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[επιμελούμαι]] ή [[περιποιούμαι]] [[κάτι]] («οὔ τι ναυκλήρου [[χερός]]... μεταστρέφουσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>(αμτβ.)</b> στρέφομαι [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[αλλάζω]] δρόμο, [[μεταβάλλω]] τον τρόπο μου<br /><b>7.</b> (το παθ.) α) στρέφομαι ή [[γυρίζω]] [[πίσω]] για να αντιμετωπίσω έναν εχθρό<br />β) στρέφομαι [[ολόγυρα]] («τὸν Πολυκράτεα [τυχεῑν γὰρ ἀπεστραμμένον πρὸς τὸν τοῑχον] [[οὔτε]] τι μεταστραφῆναι [[οὔτε]] ὑποκρίνασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) <i>μεταστρέψας</i><br />αντίθετα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, Παθ., αόρ. αʹ <i>-εστρέφθην</i>, αόρ. βʹ -εστράφην [ᾰ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] προς [[άλλη]] [[διεύθυνση]], [[περιστρέφω]], [[στρέφω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. — Παθ., στρέφομαι προς [[άλλη]] [[διεύθυνση]], στρέφομαι προς, [[είτε]] για να αντιμετωπίσω τον εχθρό ή για να φύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]], [[απλώς]], περιστρέφομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαστρέφω]], [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., <i>τἀμὰ μετεστράφη</i>, η [[τύχη]] μου έχει αλλάξει, σε Ευρ.· τὸ ψήφισμ' [[ὅπως]] μεταστραφείη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[αλλάζω]] δρόμο, [[τόπο]], [[αλλάζω]] τρόπο ([[άποψη]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μεταστρέψας</i>, αντίστροφα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[φροντίζω]], έχω σε [[υπόληψη]], σε Ευρ.
}}
}}