παχύστομος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰχύστομος:''' -ον, αυτός που μιλάει χοντροκομμένα ή απότομα, σε Στράβ.
|lsmtext='''πᾰχύστομος:''' -ον, αυτός που μιλάει χοντροκομμένα ή απότομα, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰχύστομος:''' широкоротый, т. е. с широким отверстием ([[ὄστρεον]] Arst.).
}}
}}