παχύστομος
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
παχύστομον,
A thick at the brim, κώθων Henioch.1; with a large mouth, of the oyster, Arist.Fr.304.
II metaph., speaking with a broad accent, π. ἢ τραχύστομοι, of the Κᾶρες βαρβαρόφωνοι, Str.14.2.28:—hence παχυστομέω, παχυστομία, ibid.
German (Pape)
[Seite 540] 1) mit dickem od. breitem Munde von einem Pokale mit breitem, lippenähnlichem Rande oder weiter Mündung, Henioch. bei Athen XI, 483 e. – 2) übertragen: breit, grob aussprechend, Strab.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. au pr. 1 qui a une large ouverture (huître);
2 au bord épais en parl. d'un vase;
II. fig. dont la parole est épaisse ou rude.
Étymologie: παχύς, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
πᾰχύστομος: широкоротый, т. е. с широким отверстием (ὄστρεον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύστομος: -ον, ὁ κατὰ τὸ στόμα, τὸ χεῖλος παχύς, ἴδε ἐν λ. κώθων· - ὁ ἔχων μέγα στόμα, ἐπὶ τοῦ ὀστρέου, τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον δίθυρον καὶ λειόστρακον Ἀριστ. Ἀποσπ. 287. ΙΙ. μεταφορ., ὁ προφέρων τὰς λέξεις μετὰ παχείας τραχύτητος, ἐπὶ τῶν δυσεκφόρως καὶ σκληρῶς καὶ τραχέως λαλούντων, καὶ μάλιστα ἐπὶ βαρβάρων, παχυστόμους καὶ τραχυστόμους Στράβ. 662, πρβλ. Εὐστ. 367. 30· - ἐντεῦθεν παχυστομέω, παχυστομία, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
-η, -ο / παχύστομος, -ον, ΝΑ
1. (για φιάλη) αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμιο, πλατύστομος
2. (για πρόσ.) μτφ. (ιδίως για βαρβάρους) αυτός που προφέρει τις λέξεις με παχιά, τραχιά προφορά
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλατύ στόμα με σαρκώδη χείλη
2. (για ζώα) πλατύστομος, αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμα
αρχ.
(για μαλάκια) αυτός που έχει μεγάλο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. λεπτό-στομος].
Greek Monotonic
πᾰχύστομος: -ον, αυτός που μιλάει χοντροκομμένα ή απότομα, σε Στράβ.