3,274,522
edits
(4) |
(2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑαυτοῦ:''' -ῆς, -οῦ,<br /><b class="num">I.</b> δοτ. <i>ἑαυτῷ</i>, <i>-ῇ</i>, <i>-ῷ</i>, αιτ. <i>ἑαυτόν</i>, <i>-ήν</i>, <i>-ό</i>· πληθ. <i>ἑαυτῶν</i>, <i>ἑαυτοῖς</i>, <i>ἑαυτούς</i>, <i>-άς</i>· Ιων. [[ἑωυτοῦ]] κ.λπ.· Αττ. συνηρ. [[αὑτοῦ]] κ.λπ.· αυτοπαθ. αντων. του γʹ προσ., Λατ. [[sui]], [[sibi]], se, [[αυτού]], αυτής, [[αυτού]] κ.λπ.· [[πρώτα]] στον Ηρόδ. και Αττ.· ο Όμηρ. έχει: <i>ἕοαὐτοῦ</i>, οἷ [[αὐτῷ]] ἑ αὐτόν· <i>αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό</i>, αυτό καθ' αυτό, απόλυτα, σε Πλάτ.· ομοίως και <i>τὸ ἐφ' ἑαυτόν</i>, σε Θουκ.· <i>αὐτὸ καθ' αὑτό</i>, σε Πλάτ.· ἀφ' [[ἑαυτοῦ]], από μόνο του, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν ἐαυτοῦ</i>, ἐντὸς [[ἑαυτοῦ]], Λατ. [[sui]] [[compos]]· <i>παρ' ἑαυτῷ</i>, στο δικό του [[σπίτι]], σε Ξεν.· [[συχνά]] με συγκρ. και υπερθ., <i>ἐγένοντο ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν</i>, αυτοί που ξεπέρασαν τους εαυτούς τους, σε Ηρόδ.· <i>πλουσιώτεροι ἑαυτῶν</i>, δηλ. [[συνεχώς]] και πιο πλούσιοι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αττ. [[αὑτοῦ]], μερικές φορές αντί αʹ ή βʹ προσ., σε Αισχύλ., Θουκ. | |lsmtext='''ἑαυτοῦ:''' -ῆς, -οῦ,<br /><b class="num">I.</b> δοτ. <i>ἑαυτῷ</i>, <i>-ῇ</i>, <i>-ῷ</i>, αιτ. <i>ἑαυτόν</i>, <i>-ήν</i>, <i>-ό</i>· πληθ. <i>ἑαυτῶν</i>, <i>ἑαυτοῖς</i>, <i>ἑαυτούς</i>, <i>-άς</i>· Ιων. [[ἑωυτοῦ]] κ.λπ.· Αττ. συνηρ. [[αὑτοῦ]] κ.λπ.· αυτοπαθ. αντων. του γʹ προσ., Λατ. [[sui]], [[sibi]], se, [[αυτού]], αυτής, [[αυτού]] κ.λπ.· [[πρώτα]] στον Ηρόδ. και Αττ.· ο Όμηρ. έχει: <i>ἕοαὐτοῦ</i>, οἷ [[αὐτῷ]] ἑ αὐτόν· <i>αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό</i>, αυτό καθ' αυτό, απόλυτα, σε Πλάτ.· ομοίως και <i>τὸ ἐφ' ἑαυτόν</i>, σε Θουκ.· <i>αὐτὸ καθ' αὑτό</i>, σε Πλάτ.· ἀφ' [[ἑαυτοῦ]], από μόνο του, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν ἐαυτοῦ</i>, ἐντὸς [[ἑαυτοῦ]], Λατ. [[sui]] [[compos]]· <i>παρ' ἑαυτῷ</i>, στο δικό του [[σπίτι]], σε Ξεν.· [[συχνά]] με συγκρ. και υπερθ., <i>ἐγένοντο ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν</i>, αυτοί που ξεπέρασαν τους εαυτούς τους, σε Ηρόδ.· <i>πλουσιώτεροι ἑαυτῶν</i>, δηλ. [[συνεχώς]] και πιο πλούσιοι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αττ. [[αὑτοῦ]], μερικές φορές αντί αʹ ή βʹ προσ., σε Αισχύλ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑαυτοῦ:''' стяж. [[αὑτοῦ]], ион. [[ἑωυτοῦ]] и ἑωϋτοῦ, ῆς, οῦ<br /><b class="num">1)</b> pron. reflex. 3 л., реже 1 и 2 (часто усил. посредством [[αὐτός]]) себя самого, себя самой (ἑαυτὸν σφάττειν Xen., Arst.; αὑτὸν αἰνῶ Aesch.): αὐτὸς [[αὑτῷ]] βοηθεῖν Plat. самому защищать себя; παρ᾽ ἑαυτῷ Xen. у себя, в своем доме; οἴκαδ᾽ εἰς ἑαυτῶν Arph. к себе домой; τὸ [[ἑαυτοῦ]] Thuc. личные интересы; αὐτὸ ἐφ᾽ ἑαυτό Plat. и αὐτὸ καθ᾽ [[αὑτό]] Arst. нечто (существующее) само по себе, т. е. абсолютное; τὸ γιγνώσκειν αὐτὸν ἑαυτόν Plat. самопознание; ἐν ἑαυτῷ [[γενέσθαι]] Xen. прийти в себя; πλουσιώτεροι ἑαυτῶν γιγνόμενοι Thuc. превзошедшие себя самих в богатстве, т. е. ставшие богаче прежнего; τῇ εὐρύτατος αὐτὸς [[ἑωυτοῦ]] (ὁ [[πόντος]]) Her. там, где море достигает наибольшей своей ширины;<br /><b class="num">2)</b> (когда подлежащее обозначает и обладателя) pron. reflex. свой: [[μόρον]] τὸν αὑτῆς [[οἶσθα]] Aesch. ты знаешь свою участь;<br /><b class="num">3)</b> pl. (= [[ἀλλήλων]]) друг друга, взаимно: παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς Thuc. ободряя друг друга; καθ᾽ αὑτοῖν Soph. друг против друга. | |||
}} | }} |