λέλακα: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(5)
(3)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λέλᾱκα:''' παρακ. του [[λάσκω]]· λελᾰκυῖα, Επικ. θηλ. μτχ.
|lsmtext='''λέλᾱκα:''' παρακ. του [[λάσκω]]· λελᾰκυῖα, Επικ. θηλ. μτχ.
}}
{{elru
|elrutext='''λέλᾱκα:''' pf. к [[λάσκω]].
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

λέλᾱκα: λελάκοντο, λελᾰκυῖα, ἴδε ἐν λέξ. λάσκω.

Greek Monotonic

λέλᾱκα: παρακ. του λάσκω· λελᾰκυῖα, Επικ. θηλ. μτχ.

Russian (Dvoretsky)

λέλᾱκα: pf. к λάσκω.