διέρπω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διέρπω:''' μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, [[πῦρ]] δ., για τη δια [[πυρός]] [[δοκιμασία]], [[εξέταση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''διέρπω:''' μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, [[πῦρ]] δ., για τη δια [[πυρός]] [[δοκιμασία]], [[εξέταση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διέρπω:''' проползать, проходить ([[πῦρ]] Soph.; διά τινος Plut.).
}}
}}