3,251,360
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διέρπω:''' μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, [[πῦρ]] δ., για τη δια [[πυρός]] [[δοκιμασία]], [[εξέταση]], σε Σοφ. | |lsmtext='''διέρπω:''' μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, [[πῦρ]] δ., για τη δια [[πυρός]] [[δοκιμασία]], [[εξέταση]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διέρπω:''' проползать, проходить ([[πῦρ]] Soph.; διά τινος Plut.). | |||
}} | }} |