Anonymous

διέρπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διέρπω]] και [[διερπύζω]] (AM) [[έρπω]]<br />[[περνώ]] [[ανάμεσα]] σαν να σέρνομαι.
|mltxt=[[διέρπω]] και [[διερπύζω]] (AM) [[έρπω]]<br />[[περνώ]] [[ανάμεσα]] σαν να σέρνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διέρπω:''' μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, [[πῦρ]] δ., για τη δια [[πυρός]] [[δοκιμασία]], [[εξέταση]], σε Σοφ.
}}
}}