προσλογίζομαι: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσλογίζομαι:'''<b class="num">1.</b> αποθ., [[υπολογίζω]] ή [[λογαριάζω]] [[επιπλέον]] με, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλογίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσλογίζομαι:'''<b class="num">1.</b> αποθ., [[υπολογίζω]] ή [[λογαριάζω]] [[επιπλέον]] με, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλογίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-λογίζομαι med. erbij tellen. ook in overweging nemen.
}}
}}