προσλογίζομαι

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλογίζομαι Medium diacritics: προσλογίζομαι Low diacritics: προσλογίζομαι Capitals: ΠΡΟΣΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: proslogízomai Transliteration B: proslogizomai Transliteration C: proslogizomai Beta Code: proslogi/zomai

English (LSJ)

fut.
A -ιοῦμαι Luc.Alex.1; reckon or count in addition, Hdt.2.16, Lys.19.44; ὁδὸν ταύτῃ Hdt.5.54:—Pass., to be reckoned in, Scyl.113, PPetr.3p.118 (iii B.C.), PTeb.61 (b).190 (ii B.C.), etc.
2 take into account besides, Arist.Cael.294a4; τῷ πλέον διδόναι π. τὸ αἰσχρόν Plu.Cam.28.
II compare, τὸ ἑκατέρων ἦθος τῇ πράξει Aristid.1.450J.
III consider besides, ὡς.. Plu.Demetr. 38.

German (Pape)

[Seite 772] dazurechnen, -zählen, τινί τι, Her. 5, 54; Lys. 19, 44 u. Sp., wie Luc. Alex. 1.

French (Bailly abrégé)

f. προσλογιοῦμαι;
1 compter ou calculer en outre, acc. ; τί τινι compter une ch. en outre d'une autre;
2 mettre au compte de, imputer, attribuer : τί τινι mettre qch au compte de qqn.
Étymologie: πρός, λογίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λογίζομαι med. erbij tellen. ook in overweging nemen.

Russian (Dvoretsky)

προσλογίζομαι: (атт. fut. προσλογιοῦμαι)
1 присчитывать, причислять, относить (τί τινι Her.);
2 принимать в расчет, учитывать (τι Lys.);
3 вменять, приписывать (τὸ αἰσχρόν τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσλογίζομαι: ἀποθ., ὑπολογίζω ἢ λογαριάζω ἐπὶ πλέον· τινί τι Ἡρόδ. 2. 16., 5. 54, Λυσί. 155. 41· ― οὕτω ῥημ. ἐπίθ. προσλογιστέον, -έα, Ἱππ. 50. 33, Ἡρόδ. 7. 185. 2) λογαριάζω προσέτι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9. 3) καταλογίζομαι, ἀποδίδω τι εἴς τινα, τὸ αἰσχρὸν πρ. τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙ. παραβάλλω, τινί τι Ἀριστείδ. 1. 450. ΙΙΙ. θεωρῶ, κρίνω προσέτι, ὡς...· Πλουτ. Δημήτρ. 38.

Greek Monolingual

Α λογίζομαι
1. υπολογίζω, λογαριάζω επί πλέον
2. (σχετικά με χρηματικό ποσό) συναριθμώ («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. τάλαντα]», Λυσ.)
3. παίρνω υπ' όψιν μου και κάτι ακόμη
4. καταλογίζω κάτι ακόμη («καὶ μὴ τῷ πλέον διδόναι προσλογίζεσθαι τὸ αἰσχρόν», Πλούτ.)
5. παραβάλλω, συγκρίνω
6. συλλογίζομαι ότι... («ἐπὶ τούτοις προσλογιζόμενον τὸν Ἐρασίστρατον... ὡς...», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προσλογίζομαι:1. αποθ., υπολογίζω ή λογαριάζω επιπλέον με, τί τινι, σε Ηρόδ.
2. καταλογίζω, τί τινι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Dep.:
1. to reckon or count in addition to, τί τινι Hdt.
2. to impute, τί τινι Plut.