προδιασύρω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προδιασύρω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σῠρῶ</i>, [[διασύρω]] ή [[εμπαίζω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική [[γνώμη]] [[εναντίον]] μου, σε Αριστ.
|lsmtext='''προδιασύρω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σῠρῶ</i>, [[διασύρω]] ή [[εμπαίζω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική [[γνώμη]] [[εναντίον]] μου, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''προδιασύρω:''' (ῡ) растягивать в разные стороны, т. е. разрывать на части, уничтожать по частям ([[τἀναντία]] Arst.).
}}
}}