3,277,759
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προδιασύρω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σῠρῶ</i>, [[διασύρω]] ή [[εμπαίζω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική [[γνώμη]] [[εναντίον]] μου, σε Αριστ. | |lsmtext='''προδιασύρω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σῠρῶ</i>, [[διασύρω]] ή [[εμπαίζω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική [[γνώμη]] [[εναντίον]] μου, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προδιασύρω:''' (ῡ) растягивать в разные стороны, т. е. разрывать на части, уничтожать по частям ([[τἀναντία]] Arst.). | |||
}} | }} |