Anonymous

προδιασύρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[διασύρω]]<br />[[γελοιοποιώ]], [[εξευτελίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προηγουμένως]].
|mltxt=Α [[διασύρω]]<br />[[γελοιοποιώ]], [[εξευτελίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προηγουμένως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προδιασύρω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σῠρῶ</i>, [[διασύρω]] ή [[εμπαίζω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική [[γνώμη]] [[εναντίον]] μου, σε Αριστ.
}}
}}