ὅρκιος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅρκιος:''' -ον, [[σπανίως]] -α, -ον, αυτός που ανήκει σε κάποιον όρκο, δηλ.<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει ορκιστεί, που έχει δεθεί με όρκο, σε Αισχύλ.· [[ὅρκιος]] [[λέγω]], [[μιλώ]] σαν να έχω [[πάρει]] όρκο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό στο οποίο έχει [[κάποιος]] ορκιστεί, <i>ὅρκιοι θεοί</i>, οι θεοί που κλήθηκαν να επιβλέπουν την [[τήρηση]] κάποιου όρκου, σε Ευρ.· ομοίως, <i>θεοὶ οἱ ὅρκιοι</i>, σε Θουκ.· [[ιδίως]], [[Ζεὺς]] [[ὅρκιος]], σε Σοφ., Ευρ.· [[ξίφος]] [[ὅρκιον]], [[σπαθί]] στο όνομα του οποίου έχει δοθεί όρκος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὅρκιος:''' -ον, [[σπανίως]] -α, -ον, αυτός που ανήκει σε κάποιον όρκο, δηλ.<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει ορκιστεί, που έχει δεθεί με όρκο, σε Αισχύλ.· [[ὅρκιος]] [[λέγω]], [[μιλώ]] σαν να έχω [[πάρει]] όρκο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό στο οποίο έχει [[κάποιος]] ορκιστεί, <i>ὅρκιοι θεοί</i>, οι θεοί που κλήθηκαν να επιβλέπουν την [[τήρηση]] κάποιου όρκου, σε Ευρ.· ομοίως, <i>θεοὶ οἱ ὅρκιοι</i>, σε Θουκ.· [[ιδίως]], [[Ζεὺς]] [[ὅρκιος]], σε Σοφ., Ευρ.· [[ξίφος]] [[ὅρκιον]], [[σπαθί]] στο όνομα του οποίου έχει δοθεί όρκος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅρκιος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> приносящий (давший) клятву, клянущийся: ὅ. δέ σοι [[λέγω]]! Soph. клянусь тебе в этом!;<br /><b class="num">2)</b> призываемый в свидетеля клятвы, скрепляющий клятву (θεοί Eur., Thuc.; [[Ζεύς]] Soph.): ὅρκιόν τέ μοι [[ξίφος]] Eur. пусть (этот) меч будет свидетелем моей клятвы.
}}
}}