Χαλκιδικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Χαλκῐδικός:''' -ή, -όν, αυτός που προέρχεται από τη [[Χαλκίδα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''Χαλκῐδικός:''' -ή, -όν, αυτός που προέρχεται από τη [[Χαλκίδα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Χαλκιδικός:''' халкидский Her., Thuc., Arph.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Χαλκῐδικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τῆς Χαλκίδος (τῆς ἐν Εὐβοίᾳ ἢ τῆς ἐπὶ Θρᾴκῃ), Ἡρόδ. 7. 185· τουτὶ τί δρᾷ τὸ Χαλκιδικὸν ποτήριον; Ἀριστοφ. Ἱππ. 237· ― ἐκ τοῦ προϊόντος τῶν μεταλλείων τῆς ἐν Εὐβοίᾳ Χαλκίδος κατεσκευάζοντο σκεύη καὶ ὅπλα, Böckh. C. Ι. 1. σ. 191. ΙΙ. χαλκιδική. ἡ, = χαλκὶς ΙΙ, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328D. 2) = χαλκὶς ΙΙΙ, σὴψ ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Chalcis, de la Chalcidique;
ἡ Χαλκιδική (χώρα) le territoire de Chalcis ou de Chalcidique.
Étymologie: Χαλκιδεύς.

Greek Monotonic

Χαλκῐδικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Χαλκιδικός: халкидский Her., Thuc., Arph.