ἔνοπλος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> οπλισμένος, αρματωμένος, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κρύβει μέσα του οπλισμένους άνδρες, λέγεται για τον Δούρειο ίππο, στον ίδ.
|lsmtext='''ἔνοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> οπλισμένος, αρματωμένος, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κρύβει μέσα του οπλισμένους άνδρες, λέγεται για τον Δούρειο ίππο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνοπλος:''' <b class="num">1)</b> вооруженный, в доспехах ([[γενέτας]] [[Διός]] Soph.; κόροι Eur.; [[ἄνδρες]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наполненный вооруженными людьми ([[ἵππος]], sc. [[δουράτεος]] Eur.).
}}
}}