Anonymous

ἔνοπλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνοπλος]], -ον) [[όπλον]]<br />αυτός που έχει [[μαζί]] του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ενέργεια]]) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη [[σύρραξη]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οι ένοπλες δυνάμεις» — το [[σύνολο]] τών στρατιωτικών και ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων του κράτους<br /><b>αρχ.</b><br />(κυρ. για τον Δούρειο Ίππο) αυτός που έχει [[μέσα]] του ένοπλους άνδρες («βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνοπλον», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενόπλως</i><br />με τα όπλα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνοπλος]], -ον) [[όπλον]]<br />αυτός που έχει [[μαζί]] του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ενέργεια]]) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη [[σύρραξη]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οι ένοπλες δυνάμεις» — το [[σύνολο]] τών στρατιωτικών και ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων του κράτους<br /><b>αρχ.</b><br />(κυρ. για τον Δούρειο Ίππο) αυτός που έχει [[μέσα]] του ένοπλους άνδρες («βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνοπλον», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενόπλως</i><br />με τα όπλα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> οπλισμένος, αρματωμένος, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κρύβει μέσα του οπλισμένους άνδρες, λέγεται για τον Δούρειο ίππο, στον ίδ.
}}
}}