ἰήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰήσιμος:''' [[ἴησις]], Ιων. αντί [[ἰάσιμος]], [[ἴασις]].
|lsmtext='''ἰήσιμος:''' [[ἴησις]], Ιων. αντί [[ἰάσιμος]], [[ἴασις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰήσιμος:''' ион. = [[ἰάσιμος]].
}}
}}

Revision as of 22:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἰήσιμος: ἴησις, Ἰων. ἀντί ἰάσιμος, ἴασις.

Greek Monolingual

ἰήσιμος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ιάσιμος.

Greek Monotonic

ἰήσιμος: ἴησις, Ιων. αντί ἰάσιμος, ἴασις.

Russian (Dvoretsky)

ἰήσιμος: ион. = ἰάσιμος.