ιάσιμος

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, -ον)
(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος
αρχ.
αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ θεός, ἀλλ' ὅμως ἰάσιμος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βρώσιμος, πόσιμος)].