κειμήλιον: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κειμήλιον:''' τό ([[κεῖμαι]]), οτιδήποτε φυλάσσεται ως πολύτιμο [[αντικείμενο]], [[θησαυρός]], οικογενειακό [[κειμήλιο]], [[ενθύμιο]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''κειμήλιον:''' τό ([[κεῖμαι]]), οτιδήποτε φυλάσσεται ως πολύτιμο [[αντικείμενο]], [[θησαυρός]], οικογενειακό [[κειμήλιο]], [[ενθύμιο]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κειμήλιον:''' τό<b class="num">1)</b> бережно хранимое достояние, ценность, сокровище (κειμήλια [[ταῦτα]] σῳζέσθω Soph.; κειμήλια βασιλικά Plut.): τῆ [[νῦν]], [[καί]] σοι [[τοῦτο]] κ. [[ἔστω]] Hom. возьми же (эту чашу), и пусть будет она тебе памятью;<br /><b class="num">2)</b> имущество, состояние (κειμήλιά τε πρόβασίς τε Hom.).
}}
}}