ἑλετός: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλετός:''' -ή, -όν ([[ἑλεῖν]]), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να συλληφθεί, να πληχθεί, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἑλετός:''' -ή, -όν ([[ἑλεῖν]]), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να συλληφθεί, να πληχθεί, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλετός:''' [adj. verb. к [[ἑλεῖν]] уловимый (οὐχ ἑλετὴ [[ψυχή]] Hom.).
}}
}}