ἑλετός
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
ἑλετή, ἑλετόν, (ἑλεῖν)
A that can be taken or that can be caught, Il.9.409, Max.Tyr. 18.3.
2 = αἱρετός, Procop.Pers.1.16.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que puede ser apresado, que puede ser retenido y encerrado siempre c. negación ἀνδρὸς δὲ ψυχὴ πάλιν ἐλθεῖν οὔτε λεϊστὴ οὔθ' ἑλετή mas el alma del hombre ni puede ser forzada a volver ni puede ser retenida (una vez ha escapado del cerco de los dientes) Il.9.409, cf. Max.Tyr.12.3, τοῦτ' ἀγαθῶν μόνον ἔσται ἐλεύθερον, οὔτε καθεκτόν, οὔθ' ἑλετόν Gr.Naz.M.37.1266A.
2 fig. preferible, deseable c. dat. de pers. Ῥωμαίοις ἑλετὰ μὲν τὰ τῆς εἰρήνης Procop.Pers.1.16.7.
German (Pape)
[Seite 795] sangbar, ergreifbar, Il. 9, 409.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on peut prendre ou qu'on peut saisir.
Étymologie: adj. verb. de ἑλεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἑλετός: [adj. verb. к ἑλεῖν уловимый (οὐχ ἑλετὴ ψυχή Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλετός: -ή, -όν, (ἑλεῖν) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, ληπτός, Ἰλ. Ι. 409.
English (Autenrieth)
(ἑλεῖν): to be caught; ἀνδρὸς ψῦχὴ πάλιν ἐλθεῖν οὔτε λεϊστὴ οὔθ' ἑλετή, ‘the breath of life comes not back by plundering or capture,’ Il. 9.409†.
Greek Monolingual
ἑλετός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μπορεί να συλληφθεί.
Greek Monotonic
ἑλετός: -ή, -όν (ἑλεῖν), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να συλληφθεί, να πληχθεί, σε Ομήρ. Ιλ.