ἀπαράλλακτος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαράλλακτος:''' -ον ([[παραλλάσσω]]), αυτός που δεν έχει υποστεί [[μεταβολή]] ή που δεν επιδέχεται [[μεταβολή]], [[αμετάβλητος]], [[αμετάτρεπτος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀπαράλλακτος:''' -ον ([[παραλλάσσω]]), αυτός που δεν έχει υποστεί [[μεταβολή]] ή που δεν επιδέχεται [[μεταβολή]], [[αμετάβλητος]], [[αμετάτρεπτος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαράλλακτος:''' <b class="num">1)</b> ничуть не отличающийся, очень похожий Plut.;<br /><b class="num">2)</b> не изменившийся ([[πρόσοψις]] τοῦ σώματος Diod.).
}}
}}