ἀπαράλλακτος
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
ἀπαράλλακτον, precisely similar, indistinguishable, Stoic.2.26, al., cf. Phld.Sign.15, al., D.H.2.71, D.S.1.91, Plu.Alex.57, Plot.5.7.3; ἀ. ἁρμονία πρὸς τὸ ἀρχέτυπον Jul.Or.2.93a: c. gen., indistinguishable from, Phld.Po.994.26: c.dat., exactly like, D.S.2.50. Adv. ἀπαραλλάκτως = unchangeably, LXX Es.3.13, BMus.Inscr.481*.402 (Ephesus), Theo Sm.p.172 H.; in precisely similar terms, Ath.1.26a, etc.; indistinguishably, Stoic.2.190, al., Plot.2.1.2.
Spanish (DGE)
-ον
I en rel. c. otro término, a veces expreso
1 a)del aspecto externo igual, idéntico ὁμοιότης D.H.2.71, πρόσοψις D.S.1.91, ἀ. κατὰ τὸν τύπον καὶ τὸ χρῶμα τοῖς τῶν καμήλων D.S.2.50, cf. Plu.Alex.57, εὕρισκεν ... ἀπαράλλακτον τὴν δι' ἀριθμοῦ κατάληψιν encontró que el registro musical basado en el número se mantenía igual Nicom.Harm.6, de los poetas entre sí, Phld.Po.A 26.7;
b) esp. como término estoico no disímil, exactamente igual ἀδύνατον ... ἀ. τινα εὑρηθήσεσθαι (φαντασίαν) Chrysipp.Stoic.2.26, ἀδιανοησία Estoico en Phld.Sign.38.7, cf. 15.2, (δίδυμοι) Plot.5.7.3, ὁμοιότης ταυτότης ἦν ἀ. la igualdad era una identidad no disímil Dam.Pr.341
•en las especulaciones crist. sobre la Trinidad para eludir los problemas teológicos en rel. c. el término ὁμοούσιος Ath.Al.M.26.400B, Syn.23.3, Philost.HE 4.12, ἰσότης τοῦ πατρός text. patrístico en PPalau Rib.inv.72 en St.Pap.1968.54, χαρακτήρ Cyr.H.Catech.11.18, εἰκὼν τοῦ πατρός Alex.Al.Ep.Alex.47 (p.27.15)
•distinct de ὅμοιος Zeno Sidonius en Bromius en Phld.Sign.19.27, cf. 25.19;
c) c. dat. igual a, idéntico a φάττα φάττῃ Chrysipp.Stoic.2.34, ἀνέπλασαν ... ταυτότητας καὶ ἀ. τοῖς ἰδίως ποιοῖς ... <κόσμους> Chrysipp.Stoic.2.191, τῷ Σωκράτει Chrysipp.Stoic.2.190;
d) c. gen. indistinguible θεότης ἀ. τοῦ πατρός Gel.Cyz.HE 2.14.6, Παύλου Origenes Or.24.2 (p.354.2);
e) c. πρός y ac. διακόσμησιν πάντ' ἀ. ἔχουσαν, ὡς πρὸς τὴν προτέραν διακόσμησιν Chrysipp.Stoic.2.190, πρὸς τὸ ἀρχέτυπον Iul.Or.3.93a.
2 subst. τὸ ἀπαράλλακτον = similitud πότερον τὸ ἀπαράλλακτον εἰς τὴν σημείωσιν παραληψόμεθα Estoico en Phld.Sign.6.1, cf. 6.4, Gr.Nyss.Eun.1.277.20, τὰ ἀ. seres no disímiles, idénticos Estoico en Phld.Sign.6.24, Bromius en Phld.Sign.22.3.
II en rel. c. el mismo término, abs. invariable, inmutable ἀ. γίνοιτ' ἂν δίαιτα Phld.Oec.p.45, cf. Cels.Phil.7.3, ἀποφάσεις Meth.Symp.3.2 (p.29.7), δύναμις Hippol.Haer.6.12, πίστις Ephr.Syr.2.233A, del acento EM 743.7G.
III adv. ἀπαραλλάκτως
1 idénticamente ἀποτελεῖσθαι Chrysipp.Stoic.2.190, cf. Procl.in Prm.1049.27, Hippol.Haer.5.19, esp. de las personas de la Trinidad, Basil.M.32.104A
•de dichos y palabras c. idéntico sent., Origenes Princ.1.2.13 (p.47.8), cf. Ath.26a, πῶς γὰρ ἂν ... σώματα ἔχοντα ... τὸ ἀπαράλλακτον ἕξει; ¿cómo podrán los cuerpos mantener su identidad? Plot.2.1.2.
2 invariablemente ἐν τῇ εὐνοίᾳ ἀ. ... ἀποδεδειγμένος LXX Es.3.13c, cf. IEphesos 27.107 (II d.C.), ἔχειν Eus.E.Th.2.9 (p.108.32), del curso de los astros, Theo.Sm.p.172, Basil.M.29.449C, de las estaciones, Ath.Al.M.25.57C, de significados ἀ. ἔχεται EM 743.4G.
German (Pape)
[Seite 279] 1) unverändert, unveränderlich, Plut. Tib. Gr. 3; adv., Ath. I, 26 a. – 2) nicht verschieden, ganz ähnlich, τινί D. Sic. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non différent, tout à fait semblable.
Étymologie: ἀ, παραλλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαράλλακτος:
1 ничуть не отличающийся, очень похожий Plut.;
2 не изменившийся (πρόσοψις τοῦ σώματος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράλλακτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος ἢ μεταβληθείς, ἀμετάβλητος, Διον. Ἁλ. 2. 71, Διοδ. 1. 91, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 3: ― μετὰ δοτ., ἀκριβῶς ὅμοιος, ἀπαράλλακτος, Ὠριγέν. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθήν. 26Λ, κτλ. Ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀπαραλλακτέω, Βυζ.
Greek Monotonic
ἀπαράλλακτος: -ον (παραλλάσσω), αυτός που δεν έχει υποστεί μεταβολή ή που δεν επιδέχεται μεταβολή, αμετάβλητος, αμετάτρεπτος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
παραλλάσσω
unchanged, unchangeable, Plut.
Translations
indistinguishable
Belarusian: нераспазнавальны, неадметны; Bulgarian: неразличим; Catalan: indistingible; Czech: nerozlišitelný; Dutch: ononderscheidbaar, niet te onderscheiden; Finnish: mahdoton erottaa; French: indistinguable, indistinguible; Galician: indistinguible, indistinguíbel; Georgian: განუსხვავებელი; Greek: πανομοιότυπος, ολόιδιος, φτυστός; Ancient Greek: ἀδιάγνωστος, ἀδιάζευκτος, ἀδιάφορος, ἀνέποπτος, ἀπαράλλακτος; Hungarian: megkülönböztethetetlen; Polish: nieodróżnialny; Portuguese: indistinguível; Romanian: indistingibil, nedistingibil; Russian: неразличимый; Spanish: indistinguible