ἀποβουκολέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβουκολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφήνω]] [[έρμαιο]] το [[κοπάδι]] ή το [[παροδηγώ]], το [[καθοδηγώ]] [[λάθος]], το [[παραπλανώ]]· [[αμελώ]], χάνω (όπως ο [[κακός]] [[βοσκός]] χάνει τα πρόβατά του)· <i>εἰ τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι</i>, εάν επρόκειτο να γίνω [[αίτιος]] να παραπλανηθεί ο [[γιος]] της κόρης μου, σε Ξεν. — Παθ., χάνω το δρόμο μου, παροδηγούμαι, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀποβουκολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφήνω]] [[έρμαιο]] το [[κοπάδι]] ή το [[παροδηγώ]], το [[καθοδηγώ]] [[λάθος]], το [[παραπλανώ]]· [[αμελώ]], χάνω (όπως ο [[κακός]] [[βοσκός]] χάνει τα πρόβατά του)· <i>εἰ τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι</i>, εάν επρόκειτο να γίνω [[αίτιος]] να παραπλανηθεί ο [[γιος]] της κόρης μου, σε Ξεν. — Παθ., χάνω το δρόμο μου, παροδηγούμαι, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβουκολέω:''' <b class="num">1)</b> досл. дать отбиться от стада, перен. не досмотреть, не уберечь: ἀ. τινι τὸν παῖδα Xen. допустить, чтобы кто-л. не уберег ребенка; [[δέος]] [[οὐδέν]], μὴ ἀποβουκοληθῇ Luc. нечего опасаться, что он заблудится;<br /><b class="num">2)</b> отбивать, сманивать (τὸν ἐραστήν τινος Luc.): τοῦ παθους ἀποβουκολῆσαι ἑαυτόν Luc. отвлечься от своих страданий, забыть о своих страданиях.
}}
}}