περιφεύγω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περ., η [[άμμος]] αναπαριστά την απαρίθμησή [[σου]], σε Πίνδ.· απόλ., [[ξεφεύγω]] από την [[αρρώστια]], σε Δημ.
|lsmtext='''περιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περ., η [[άμμος]] αναπαριστά την απαρίθμησή [[σου]], σε Πίνδ.· απόλ., [[ξεφεύγω]] από την [[αρρώστια]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-φεύγω ontkomen, ontsnappen. voorzichtig zijn.:
}}
}}