Anonymous

περιφεύγω: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ξεφεύγω]], [[διαφεύγω]].
|mltxt=Α<br />[[ξεφεύγω]], [[διαφεύγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περ., η [[άμμος]] αναπαριστά την απαρίθμησή [[σου]], σε Πίνδ.· απόλ., [[ξεφεύγω]] από την [[αρρώστια]], σε Δημ.
}}
}}