ἄφυκτος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄφυκτος:''' -ον ([[φεύγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να αποφευχθεί, από τον οποίο [[κανείς]] δεν μπορεί να ξεφύγει, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για το [[βέλος]], [[αλάθητος]], στον ίδ., Ευρ.· λέγεται για ένα [[ζήτημα]], που δεν επιδέχεται [[διαφυγή]], [[αναπόφευκτος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ανίκανος]] να διαφύγει, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἄφυκτος:''' -ον ([[φεύγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να αποφευχθεί, από τον οποίο [[κανείς]] δεν μπορεί να ξεφύγει, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για το [[βέλος]], [[αλάθητος]], στον ίδ., Ευρ.· λέγεται για ένα [[ζήτημα]], που δεν επιδέχεται [[διαφυγή]], [[αναπόφευκτος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ανίκανος]] να διαφύγει, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφυκτος:''' <b class="num">1)</b> неизбежный, неминуемый (γυιοπέδαι Pind.; βέλη Soph.; τόξα Eur.; [[τύχη]] Plat.; [[θάνατος]] Plut.; δεσμοί Luc.);<br /><b class="num">2)</b> неразрешимый, запутанный, тж. хитрый (λόγοι Arph. etc.; [[ἐρώτημα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> не могущий убежать: ἄφυκτον λαμβάνειν τινά Arph. крепко схватить кого-л.
}}
}}