Anonymous

ἄφυκτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄφυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αφεύγατος]], [[αναπόφευκτος]]<br /><b>2.</b> (για [[ερώτηση]], λόγο <b>κ.λπ.</b>) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές<br /><b>3.</b> ο [[ανίκανος]] να διαφύγει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φυκτός]] «αυτός που μπορεί [[κανείς]] να αποφύγει» <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]].
|mltxt=[[ἄφυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αφεύγατος]], [[αναπόφευκτος]]<br /><b>2.</b> (για [[ερώτηση]], λόγο <b>κ.λπ.</b>) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές<br /><b>3.</b> ο [[ανίκανος]] να διαφύγει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φυκτός]] «αυτός που μπορεί [[κανείς]] να αποφύγει» <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄφυκτος:''' -ον ([[φεύγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν μπορεί να αποφευχθεί, από τον οποίο [[κανείς]] δεν μπορεί να ξεφύγει, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για το [[βέλος]], [[αλάθητος]], στον ίδ., Ευρ.· λέγεται για ένα [[ζήτημα]], που δεν επιδέχεται [[διαφυγή]], [[αναπόφευκτος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ανίκανος]] να διαφύγει, σε Αριστοφ.
}}
}}