βούσταθμον: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βούσταθμον:''' τό και βού-σταθμος, ὁ, [[στάβλος]] των βοδιών, σε Ευρ.
|lsmtext='''βούσταθμον:''' τό και βού-σταθμος, ὁ, [[στάβλος]] των βοδιών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βούσταθμον:''' τό и βούσταθμος ὁ стойло крупного рогатого скота, скотный двор Eur.
}}
}}