Anonymous

βούσταθμον: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βούσταθμον]], το (Α)<br />[[στάβλος]] βοδιών.
|mltxt=[[βούσταθμον]], το (Α)<br />[[στάβλος]] βοδιών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βούσταθμον:''' τό και βού-σταθμος, ὁ, [[στάβλος]] των βοδιών, σε Ευρ.
}}
}}