βοηδρόμος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.
}}
{{elru
|elrutext='''βοηδρόμος:''' дор. [[βοαδρόμος|βοᾱδρόμος]] 2 бегущий на помощь ([[πούς]] Eur.): [[ὑστέρα]] β. [[πάρειμι]] Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. [[ὑπέρ]] τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л.
}}
}}