3,277,206
edits
(7) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[βοηδρόμιος]]. | |mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[βοηδρόμιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος. | |||
}} | }} |