Anonymous

βοηδρόμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[βοηδρόμιος]].
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[βοηδρόμιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.
}}
}}